καθημέριος

καθημέριος
καθημέρ-ιος, [dialect] Dor. [pref] καθᾱμ-, α, ον,
A day by day, daily ([etym.] καθ' ἡμέραν), neut. as Adv., E.Ph. 229 (lyr.); μοῖρα κ. S.El.1414(dub., lyr.):—later also [full] καθημερινός, ή, όν

, δίαιτα LXXJu.12.15

, cf. Plu.2.141b, al.;

διακονία Act.Ap.6.1

;

γυμνασία Ael.Tact.3.1

, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, quotidian, later word for ἀμφημερινός (q.v.), esp. of non-remittent quotidians, Gal.7.354, 17(1).221;

ῥῖγος PTeb.275.21

(iii A.D.);

φρίξ POxy.924.3

(iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθημέριος — καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, ία, ον (Α) 1. καθημερινός 2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] …   Dictionary of Greek

  • καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημέριον — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναῖς — καθημέριος day by day fem dat pl καθημερινός day by day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημεριναί — καθημέριος day by day fem nom/voc pl καθημερινός day by day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῖς — καθημέριος day by day masc/neut dat pl καθημερινός day by day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοί — καθημέριος day by day masc nom/voc pl καθημερινός day by day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινοῦ — καθημέριος day by day masc/neut gen sg καθημερινός day by day masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινούς — καθημέριος day by day masc acc pl καθημερινός day by day masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”